Ἀνδρωνίδας

Ἀνδρωνίδας
Ἀνδρωνίδᾱς , Ἀνδρωνίδας
masc acc pl (doric aeolic)
Ἀνδρωνίδᾱς , Ἀνδρωνίδας
masc nom sg (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ανδρωνίδας — (2ος αι. π.Χ.).Αχαιός αρχηγός των ρωμαιοφίλων, που μεταβίβασε προτάσεις ειρήνης του Καικίλιου Μέτελου στους συμπατριώτες του. Καταδικάστηκε από τον Δίαιο σε θάνατο και εξαγόρασε την ποινή του για ένα τάλαντο …   Dictionary of Greek

  • Ἀνδρωνίδου — Ἀνδρωνίδας masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνδρωνίδαν — Ἀνδρωνίδᾱν , Ἀνδρωνίδας masc acc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”